- ευεπίδρομος
- εὐεπίδρομος, -ον (Α)1. αυτός που υπόκειται εύκολα σε επιδρομή, ο ευπρόσβλητος («ὡς μὴ εὐεπίδρομον εἶναι ταῑς παρακειμέναις χαράδραις», Γρηγ. Νύσσ.)2. ευάλωτος («φιλοσοφία εὐεπίδρομος σοφισταῑς»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-δρομος (< επι-δραμείν)].
Dictionary of Greek. 2013.